καλακούω

καλακούω
1. μετ. хорошо слышать, расслышать (что-л.);
2. αμετ. хорошо слышать, обладать хорошим слухом

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "καλακούω" в других словарях:

  • καλακούω — καλάκουσα, καλακουσμένος, ακούω κάτι καλά: Καλακούω, παρόλο που είμαι γέρος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • καλακούω — ακούω καλά, έχω οξεία ακοή («δεν καλακούει» δεν ακούει καλά, είναι βαρήκοος) …   Dictionary of Greek

  • καλοακούω — και καλακούω καλάκουσα, καλακουσμένος, ακούω καλά: Φώναξε δυνατότερα, γιατί δεν καλακούω …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ακούω — (Α ἀκούω) (νεοελλ. και ακούγω) 1. έχω την αίσθηση τής ακοής, αντιλαμβάνομαι με το αισθητήριο τής ακοής 2. αντιλαμβάνομαι κάτι με το αφτί, φθάνει στα αφτιά μου κάποιος ήχος 3. πληροφορούμαι, μαθαίνω κάτι άμεσα ή έμμεσα, γνωρίζω, «φθάνει κάτι στ’… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»